- ἐξαλείφοντας
- ἐξαλείφωplasterpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Μπελίνι, Βιντσέντσο — (Vincenzo Bellini, Κατάνη 1801 – Πιτό, Παρίσι 1835). Ιταλός συνθέτης. Από οικογένεια μουσικών, άρχισε να σπουδάζει μουσική από παιδί και το 1812, με υποτροφία του δήμου Κατάνης, πήγε στη Νάπολη να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί ανέβασε στο ωδείο … Dictionary of Greek